φυγόντα

φυγόντα
φεύγω
flee
aor part act neut nom/voc/acc pl
φεύγω
flee
aor part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • PHILISCUS — I. PHILISCUS Atheniensium Tyrannus, Olymp. 23. Item caelator egregius, qui Venerem in Octaviae porticu, item Latonam, Dianam, Musas novem et Apollinem nudum insculpsit. Item alius, de quo Dionis epitome in Pompeio: Κικέρωνα φυγόντα εἰς Μακεδονίαν …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καταβάσιος — και καταιβάσιος, ον (Α) [κατάβασις] (επίθ. τού κεραυνού) αυτός που κατέρχεται, που κατεβαίνει από τον ουρανό (α. «ἐρρύσατο φυγόντα πῡρ καταβάσιον» ΠΔ β. «καταιβάσιον Διὸς ἔγχος» το κατερχόμενο από τον ουρανό ακόντιο τού Διός, δηλ. ο κεραυνός,… …   Dictionary of Greek

  • σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”